ανυδρίτες

ανυδρίτες
Χημικές ενώσεις που σχηματίζουν με ύδωρ οξέα. Οι ανόργανοι α. είναι οξυγονούχες ενώσεις διαφόρων στοιχείων, που αντιδρούν με ύδωρ και σχηματίζουν οξυγονούχα οξέα. Μεικτοί α. λέγονται όσοι σχηματίζουν διαφορετικά οξέα. Τυπική περίπτωση μεικτού α. είναι ο νιτρωδονιτρικός α. (που αποκαλείται και υποαζωτίδιο), ο οποίος αντιδρά με ύδωρ και σχηματίζει νιτρικό οξύ και νιτρώδες οξύ. Οι οργανικοί α. παρασκευάζονται με αφυδάτωση των οξέων, οπότε απομακρύνεται ένα μόριο ύδατος από δύο μόρια οξέος. Στους αποκαλούμενους απλούς οργανικούς α. τα δύο μόρια του οξέος, από τα οποία ελευθερώνεται το ύδωρ, είναι του ίδιου τύπου, δηλαδή είναι όμοια. Όταν η απόσπαση του ύδατος γίνεται από τα μόρια δύο διαφορετικών οξέων, έχουμε τους μεικτούς α. H ισχυρή τάση μερικών α. να προσλαμβάνουν ύδωρ για να μετατραπούν σε οξέα ευνοεί τη χρησιμοποίησή τους στις χημικές βιομηχανίες ως αφυδατικά μέσα (φωσφορικός α., οξικός α. κλπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακυλομηλικοί ανυδρίτες — Οργανικές ενώσεις που παρασκευάζονται από το μηλικό οξύ με επίδραση περίσσειας ακυλοχλωριδίου. Σπουδαιότερο μέλος είναι ο ακετυλομηλονικός ανυδρίτης που κρυσταλλώνεται σε βελόνες (σημείο τήξης 35°C) και ενώνεται με το νερό και σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… …   Dictionary of Greek

  • ακυλίωση — Η εισαγωγή στο μόριο μιας χημικής ένωσης ενός ή περισσοτέρων ακυλίων σε αντικατάσταση ισάριθμων ατόμων υδρογόνου, κυρίως, ή γενικότερα μονοσθενούς στοιχείου. Η α. γίνεται με τα ακυλιωτικά μέσα, δηλαδή τα ακυλαλογονίδια, τους ανυδρίτες και τους… …   Dictionary of Greek

  • κεϊπέρια υποδιάπλαση — Σειρά ηπειρωτικών πετρωμάτων με μεγάλη ποικιλία χρωμάτων από το ανώτερο τριαδικό του μεσοζωικού αιώνα. Οι αποθέσεις της κ.υ. αποτελούνται από σειρά αργιλωδών μαργών με εμβόλιμους δολομίτες, γύψο και ανυδρίτες και ψαμμίτες με κατάλοιπα φυτών …   Dictionary of Greek

  • Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ …   Dictionary of Greek

  • Ντάλτον, Τζον — (John Dalton, Ίγκλισφιλντ, Κούμπερλαντ 1766 – Μάντσεστερ 1844). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος υφαντουργού, αναγκάστηκε από πολύ νέος να κερδίζει ο ίδιος τη ζωή του διδάσκοντας σε δημοτικά σχολεία· συγχρόνως όμως μελετούσε φυσική και μαθηματικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”